- φιλοξενουμένους
- φιλοξενέωentertain hospitablypres part mp masc acc pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλιτόξενος — ἀλιτόξενος, ον (Α) αυτός που αδικεί, που βλάπτει τους φιλοξενούμενούς του, τους φίλους του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλιτο (< ἤλιτον, αόρ. β΄ τού ρήμ. ἀλιταίνω*) + ξένος] … Dictionary of Greek
ξεναγέτης — ο (Α ξεναγέτης) νεοελλ. άτομο εντεταλμένο να συνοδεύει επίσημο, ξένο που επισκέπτεται μια χώρα, ο ξεναγός αρχ. πρόσωπο που οδηγούσε και περιποιούνταν τους ξένους ή τους φιλοξενουμένους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + ᾱγέτης, δωρ. τ. τού ἡγέτης (πρβλ. νυμφ … Dictionary of Greek
ξενοδαΐκτης — ξενοδαΐκτης, δωρ. τ. ξενοδαίκτας, πιθ. και ξεινοδαίκτας, ὁ (Α) αυτός που φονεύει τους φιλοξενουμένους ή τους φίλους του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + δαϊκτής ή δαΐκτης (< δαΐζω «φονεύω»), πρβλ. ψυχο δαΐκτης] … Dictionary of Greek
ξενοδαίτης — ξενοδαίτης, δωρ. τ. ξενοδαίτας, ὁ (Α) (για τους Κύκλωπες) αυτός που κατατρώγει τους φιλοξενουμένους ή τους ξένους («ἐκκαίετε τὴν ὀφρὺν θηρὸς τοῡ ξενοδαίτα», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + δαίτης (< δαίομαι «τρώγω»), πρβλ. κρεο δαίτης, λαγο… … Dictionary of Greek
ξενοκτονώ — ξενοκτονῶ, έω, ιων. τ. ξεινοκτονέω (Α) [ξενοκτόνος] φονεύω τους φιλοξενουμένους μου ή αυτόν που μέ φιλοξενεί … Dictionary of Greek
ξενοκτόνος — ξενοκτόνος, ον (Α) αυτός που φονεύει τους φιλοξενουμένους του ή τους ξένους που φτάνουν στη χώρα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + κτόνος (< κτείνω «φονεύω»), πρβλ. μνηστηρο κτόνος] … Dictionary of Greek
Αγγλοσάξονες — Φυλή αποτελούμενη από τους Άγγλους, τους Σάξονες και τους Γιούτους. Προερχόμενοι από τη βόρεια Γερμανία, εγκαταστάθηκαν με συνεχείς μεταναστεύσεις τον 5o και 6o αι. μ.Χ. στη Βρετανία και έδωσαν τη σφραγίδα τους στην αγγλική γλώσσα και φιλολογία… … Dictionary of Greek
Βάις, Πέτερ — (Peter Weiss, Βερολίνο 1916 – 1982). Γερμανός λογοτέχνης, θεατρικός συγγραφέας, σκηνοθέτης και ζωγράφος. Λόγω της εβραϊκής καταγωγής του, το 1934 υποχρεώθηκε να φύγει από τη ναζιστική Γερμανία και αφού πέρασε από την Αγγλία και την Πράγα (1936… … Dictionary of Greek
Ταϊλάνδη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Ανατολικά συνορεύει με το Λάος και την Καμπότζη και νότια με τη Μαλαισία. H Tαϊλάνδη (πρώην Σιάμ) εκτείνεται στη μεγάλη επίπεδη ζώνη που σχηματίζεται στην καρδιά της χερσονήσου της Iνδοκίνας, βλέπει προς τον… … Dictionary of Greek
απαρουσίαστος — η, ο αυτός που δεν παρουσιάστηκε ή δεν μπορεί να παρουσιαστεί: Το φαΐ, όπως είχε γίνει, ήταν απαρουσίαστο για φιλοξενούμενους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)